- δικρατής
- δικρατής, -ές (Α)φρ.1. «δικρατεῑς Ἀτρεῑδαι» — οι δύο ηγεμόνες, οι δύο Ατρείδες που ασκούν την εξουσία2. (για τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη) «δικρατεῑς λόγχας στήσαντε» — αφού ύψωσαν λόγχες με τις οποίες σκότωσε ο ένας τον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + -κρατής < κράτος (πρβλ. ακρατής, εγκρατής)].
Dictionary of Greek. 2013.